- τσακμακόπετρα
- η1. η πέτρα του τσακμακιού.2. ο πυριτόλιθος, η στουρναρόπετρα, το στουρνάρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσακμακόπετρα — η, Ν 1. η πέτρα τσακμακιού 2. η πέτρα κάθε αναπτήρα 3. κοινή ονομασία τού πυριτόλιθου, αλλ. στουρναρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακμάκι + πέτρα] … Dictionary of Greek
πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ … Dictionary of Greek
πύριος — Αλεξανδρινός θεολόγος και συγγραφέας, που έζησε στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Aπό τους επιφανέστερους πρεσβύτερους της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας, ο Π. διετέλεσε διδάσκαλος και προϊστάμενος της αλεξανδρινής κατηχητικής σχολής και, για την πολυμάθειά… … Dictionary of Greek
στουρνάρι — το, Ν 1. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα 2. σκληρή και αιχμηρή πέτρα («χωράφι γεμάτο στουρνάρια και αγριόχορτα») 3. άξεστος και αμόρφωτος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο αρχ. *στορυνάριον, υποκορ. τού στορύνη «χειρουργικό εργαλείο»] … Dictionary of Greek
τουφεκόπετρα — η, Ν πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα που χρησιμοποιούσαν στα πρωτόγονα τουφέκια για να ανάψει το μπαρούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι + πέτρα] … Dictionary of Greek
πυριόβολο — πυριόβολο, το και πριόβολο, το σκληρή πέτρα που με το χτύπημα βγάζει σπίθες, αλλ. πυρίτης λίθος, πυρόλιθος, τσακμακόπετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρόλιθος — ο (ορυκτ.), ορυκτό, παραλλαγή του χαλαζία, που βγάζει σπίθες όταν χτυπιέται, αλλ. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα, στουρναρόπετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)